ξαρμάτωτος

ξαρμάτωτος
η , ο
1) разоружённый; 2) мор. расснащённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξαρμάτωτος" в других словарях:

  • ξαρμάτωτος — η, ο [ξαρματώνω] 1. αυτός που έμεινε χωρίς οπλισμό, άοπλος, αφοπλισμένος 2. (για πλοίο) α) παροπλισμένος β) αυτός που δεν είναι εφοδιασμένος με επαρκή ή κατάλληλο εξοπλισμό …   Dictionary of Greek

  • ξαρμάτωτος — η, ο ο ξαρματωμένος, ο χωρίς άρματα, ο άοπλος: Αρρωστημένο μ ήβρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρμάτωτος — η, ο ξαρμάτωτος, άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε από το αρματώνω (πρβλ. αγγίζω: άγγιχτος). Η σημασία της στερήσεως δημιουργήθηκε από τον αναβιβασμό του τόνου] …   Dictionary of Greek

  • εξαρμάτωτος — η, ο και ξαρμάτωτος, η, ο [εξαρματώνω] ξαρματωμένος, άοπλος, αφοπλισμένος, αυτός που έμεινε χωρίς οπλισμό ή (για πλοίο) χωρίς εξαρτισμό, παροπλισμένος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»